ζωοπλάστης

ζωοπλάστης
ζωοπλάστης, ό (Α)
1. δημιουργός
2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, χαλκο-πλάστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζῳοπλάστης — the Creator masc nom sg ζῳοπλαστέω mould to the life imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοπλάσται — ζῳοπλάστης the Creator masc nom/voc pl ζῳοπλάστᾱͅ , ζῳοπλάστης the Creator masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοπλαστῶν — ζῳοπλάστης the Creator masc gen pl ζῳοπλαστέω mould to the life pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοπλάστας — ζῳοπλάστᾱς , ζῳοπλάστης the Creator masc acc pl ζῳοπλάστᾱς , ζῳοπλάστης the Creator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωοπλαστία — ζωοπλαστία, ἡ (Μ) 1. η καλλιτεχνική παράσταση ζώων 2. η δημιουργία ζωής, η παραγωγή έμβιων όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< ζωοπλάστης με τη σημ. 2. < ζω(ο) (Ι)* + πλαστια (< πλαστος < πλάσσω), πρβλ. ευ πλαστία, τυπο πλαστία] …   Dictionary of Greek

  • ζωοπλαστώ — ζωοπλαστῶ, έω (Α) [ζωοπλάστης] 1. πλάθω ζώα, δημιουργώ γλυπτές παραστάσεις έμβιων όντων 2. (για τον θεό ή για τη φυσική γέννηση) δημιουργώ έμβια όντα, παρέχω ζωή σε κάποιον ή σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”